- ἐνοίκειος
- ἐνοίκ-ειος, ον,A contained in a house:
τὰ ἐ.
furniture, contents of a house, Rev.Et.Gr.32.171
(delos, iv/iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ ἐ.
furniture, contents of a house, Rev.Et.Gr.32.171
(delos, iv/iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοίκειος — ἐνοίκειος, ον (Α) [οικείος] 1. αυτός που βρίσκεται ή περιέχεται στον οίκο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνοίκεια τα οικιακά σκεύη … Dictionary of Greek
ενοικειώ — ἐνοικειῶ, όω, (Α) [ενοίκειος] 1. κάνω κάτι οικείο, εισάγω κάτι ως κοινωνικό δεσμό («τὴν ἐπιείκειαν τοῑς ἀνθρώποις ἐνοικειοῡν», Διόδ. Σικ.) 2. παθ. εισδύω, υπεισέρχομαι 3. παθ. είμαι ή γίνομαι συγγενής … Dictionary of Greek